Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμφύρομαι < παθητική φωνή του ρήματος συμφύρω

  Ρήμα επεξεργασία

συμφύρομαι

  Μεταφράσεις επεξεργασία