Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

συμφιλιωθώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συμφιλιώνομαι
  2. θα συμφιλιωθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συμφιλιώνομαι