συμφιλιωθώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασυμφιλιωθώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συμφιλιώνομαι
- θα συμφιλιωθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συμφιλιώνομαι
συμφιλιωθώ