Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

συμφιλιωθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος συμφιλιώνομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συμφιλιώνομαι
  3. θα συμφιλιωθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συμφιλιώνομαι