Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

συμπορευτούν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συμπορεύομαι
  2. θα συμπορευτούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συμπορεύομαι