συμπεριληφθείς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
συμπεριληφθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συμπεριλαμβάνομαι
- θα συμπεριληφθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συμπεριλαμβάνομαι