Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

συμπεράνω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συμπεραίνω
  2. θα συμπεράνω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συμπεραίνω