συμπεράνετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
συμπεράνετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συμπεραίνω
- θα συμπεράνετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συμπεραίνω
συμπεράνετε