συμπαρασταθούμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
συμπαρασταθούμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συμπαραστέκομαι
- θα συμπαρασταθούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συμπαραστέκομαι