συμπαθώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπαθώς < ελληνιστική κοινή συμπαθῶς[1] < αρχαία ελληνική συμπαθής
Επίρρημα
επεξεργασίασυμπαθώς
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμπαθώς
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συμπαθώς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.