συμπαθήσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
συμπαθήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συμπαθώ
- θα συμπαθήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συμπαθώ
συμπαθήσετε