συμμετάσχουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
συμμετάσχουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συμμετέχω
- θα συμμετάσχουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συμμετέχω
συμμετάσχουν