Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

συμμεριστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος συμμερίζομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συμμερίζομαι
  3. θα συμμεριστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συμμερίζομαι