συμμεριστεί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
συμμεριστεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος συμμερίζομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συμμερίζομαι
- θα συμμεριστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συμμερίζομαι