συμβουλέψεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασυμβουλέψεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συμβουλεύω
- θα συμβουλέψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συμβουλεύω
συμβουλέψεις