Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συμβίωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
συμβίωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
συμβιώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
συμβιώνω