συκοφαντήσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασυκοφαντήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος συκοφαντώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συκοφαντώ
- θα συκοφαντήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συκοφαντώ