συζῶ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασυζῶ
- ζω με κάποιον, ζω με κάτι, συμβιώνω με μια κατάστση, περνώ πολλές ώρες με κάποιον
- τίς οὖν δὴ τῶν οὐκ ὀρθῶν πολιτειῶν τούτων ἥκιστα χαλεπὴ συζῆν, πασῶν χαλεπῶν οὐσῶν, καὶ τίς βαρυτάτη; (να δούμε λοιπόν με ποιο απο τα σωστά πολιτεύματα είναι λιγότερο δύσκολο να συμβιώσεις, αν και όλα είναι δύσκολα, και ποιο είναι το πιο καταπιεστικό)