συζευχθούν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασυζευχθούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συζευγνύομαι
- θα συζευχθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συζευγνύομαι
συζευχθούν