Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συγχώνευσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
συγχώνευσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
συγχωνεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
συγχωνεύω