συγχυστούν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασυγχυστούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συγχύζομαι
- θα συγχυστούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συγχύζομαι
συγχυστούν