συγχρηματοδοτήσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασυγχρηματοδοτήσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συγχρηματοδοτώ
- θα συγχρηματοδοτήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συγχρηματοδοτώ