συγκριθούν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
συγκριθούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συγκρίνομαι
- θα συγκριθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συγκρίνομαι
συγκριθούν