συγκινητικώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συγκινητικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα συγκινητικῶς (μαρτυρείται από το 1864) [1] < (ελληνιστική κοινή) συγκινητικός Συγχρονικά αναλύεται σε συγκινητικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα επεξεργασία
συγκινητικώς
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 939, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές επεξεργασία
- συγκινητικός (συγκινητικά & -ώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)