συγκινήσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
συγκινήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συγκινώ
- θα συγκινήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συγκινώ
συγκινήσετε