συγκεκριμενοποιήσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
συγκεκριμενοποιήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συγκεκριμενοποιώ
- θα συγκεκριμενοποιήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συγκεκριμενοποιώ