Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συγκατένευσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
συγκατένευσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
συγκατανεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
συγκατανεύω