συγκαλύψουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
συγκαλύψουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συγκαλύπτω
- θα συγκαλύψουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συγκαλύπτω
συγκαλύψουν