Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

συγγενέψετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συγγενεύω
  2. θα συγγενέψετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συγγενεύω