Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

συγγενέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος συγγενεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συγγενεύω
  3. θα συγγενέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συγγενεύω