στύπος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαστύπος ουδέτερο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστύπος
- → δείτε τη λέξη στύππη
Αναφορές
επεξεργασία- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 1441
στύπος ουδέτερο
στύπος