Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στόμωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
στόμωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
στομώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
στομώνω