στριφογυρίσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
στριφογυρίσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στριφογυρίζω
- θα στριφογυρίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στριφογυρίζω