στριπτιζέζ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στριπτιζέζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική stripteaseuse[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
στριπτιζέζ θηλυκό άκλιτο (αρσενικό στρίπερ)
- (επάγγελμα) η γυναίκα που κάνει στριπτίζ επί πληρωμή, επαγγελματικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ στριπτιζέζ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας