στρατωνίσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
στρατωνίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στρατωνίζω
- θα στρατωνίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στρατωνίζω