στραγγαλίσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαστραγγαλίσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στραγγαλίζω
- θα στραγγαλίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στραγγαλίζω