Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

στραβομουτσούνιασε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος στραβομουτσουνιάζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος στραβομουτσουνιάζω