στρίκινγκ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
στρίκινγκ ουδέτερο άκλιτο
- μορφή διαμαρτυρίας, κυρίως στις δεκαετίες του 1970 και 1980, κατά την οποία ένα ή πολλά άτομα ξεγυμνώνονταν και έτρεχαν σε δημόσιους χώρους