Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρίκινγκ < αγγλική streaking (λέξη που καταγράφεται με αυτήν την έννοια μετά το 1973)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στρίκινγκ ουδέτερο άκλιτο

  • μορφή διαμαρτυρίας, κυρίως στις δεκαετίες του 1970 και 1980, κατά την οποία ένα ή πολλά άτομα ξεγυμνώνονταν και έτρεχαν σε δημόσιους χώρους

  Μεταφράσεις επεξεργασία