στοχεύσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
στοχεύσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στοχεύω
- θα στοχεύσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στοχεύω
στοχεύσουμε