Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

στοιχηματίσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στοιχηματίζω
  2. θα στοιχηματίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στοιχηματίζω