στοιχηματίσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
στοιχηματίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στοιχηματίζω
- θα στοιχηματίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στοιχηματίζω