Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

στοιχηματίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος στοιχηματίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στοιχηματίζω
  3. θα στοιχηματίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στοιχηματίζω