στοίβα ελέγχου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαστοίβα ελέγχου
- (πληροφορική) βλ. στοίβα εκτέλεσης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στοίβα ελέγχου
στοίβα ελέγχου