Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στιχούργησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
στιχούργησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
στιχουργώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
στιχουργώ