στιγματίσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
στιγματίσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στιγματίζω
- θα στιγματίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στιγματίζω