Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στηλίτευσις < ελληνιστική κοινή στηλιτεύ(ω) + -σις < αρχαία ελληνική στηλίτης < στήλη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στηλίτευσις θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία