στεφανώσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαστεφανώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος στεφανώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στεφανώνω
- θα στεφανώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στεφανώνω