Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στενοχώρησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
στενοχώρησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
στενοχωρώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
στενοχωρώ