Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

στεναχωρεθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στεναχωριέμαι
  2. θα στεναχωρεθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στεναχωριέμαι