Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

στειρώσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στειρώνω
  2. θα στειρώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στειρώνω