Ετυμολογία

επεξεργασία
στειλιαρώνω < στειλιάρ(ι) + -ώνω

στειλιαρώνω, αόρ.: στειλιάρωσα (χωρίς παθητική φωνή)

  • σφηνώνω το στειλιάρι στην «κορυφή» του εργαλείου
    ⮡  Στειλιάρωσα πάλι την αξίνα μου, αφού είχε σπάσει το στειλιάρι του.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)