στειλιαρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στειλιαρώνω < στειλιάρ(ι) + -ώνω
Ρήμα
επεξεργασίαστειλιαρώνω, αόρ.: στειλιάρωσα (χωρίς παθητική φωνή)
- σφηνώνω το στειλιάρι στην «κορυφή» του εργαλείου
- ⮡ Στειλιάρωσα πάλι την αξίνα μου, αφού είχε σπάσει το στειλιάρι του.
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στειλιαρώνω | στειλιάρωνα | θα στειλιαρώνω | να στειλιαρώνω | στειλιαρώνοντας | |
β' ενικ. | στειλιαρώνεις | στειλιάρωνες | θα στειλιαρώνεις | να στειλιαρώνεις | στειλιάρωνε | |
γ' ενικ. | στειλιαρώνει | στειλιάρωνε | θα στειλιαρώνει | να στειλιαρώνει | ||
α' πληθ. | στειλιαρώνουμε | στειλιαρώναμε | θα στειλιαρώνουμε | να στειλιαρώνουμε | ||
β' πληθ. | στειλιαρώνετε | στειλιαρώνατε | θα στειλιαρώνετε | να στειλιαρώνετε | στειλιαρώνετε | |
γ' πληθ. | στειλιαρώνουν(ε) | στειλιάρωναν στειλιαρώναν(ε) |
θα στειλιαρώνουν(ε) | να στειλιαρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στειλιάρωσα | θα στειλιαρώσω | να στειλιαρώσω | στειλιαρώσει | ||
β' ενικ. | στειλιάρωσες | θα στειλιαρώσεις | να στειλιαρώσεις | στειλιάρωσε | ||
γ' ενικ. | στειλιάρωσε | θα στειλιαρώσει | να στειλιαρώσει | |||
α' πληθ. | στειλιαρώσαμε | θα στειλιαρώσουμε | να στειλιαρώσουμε | |||
β' πληθ. | στειλιαρώσατε | θα στειλιαρώσετε | να στειλιαρώσετε | στειλιαρώστε | ||
γ' πληθ. | στειλιάρωσαν στειλιαρώσαν(ε) |
θα στειλιαρώσουν(ε) | να στειλιαρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στειλιαρώσει | είχα στειλιαρώσει | θα έχω στειλιαρώσει | να έχω στειλιαρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις στειλιαρώσει | είχες στειλιαρώσει | θα έχεις στειλιαρώσει | να έχεις στειλιαρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει στειλιαρώσει | είχε στειλιαρώσει | θα έχει στειλιαρώσει | να έχει στειλιαρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στειλιαρώσει | είχαμε στειλιαρώσει | θα έχουμε στειλιαρώσει | να έχουμε στειλιαρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε στειλιαρώσει | είχατε στειλιαρώσει | θα έχετε στειλιαρώσει | να έχετε στειλιαρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στειλιαρώσει | είχαν στειλιαρώσει | θα έχουν στειλιαρώσει | να έχουν στειλιαρώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία στειλιαρώνω
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)