Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στεγνωτήριον: μαρτυρείται από το 1889 στον πληθυντικό στεγνωτήρια [1] < → και δείτε τη λέξη στεγνωτήριο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στεγνωτήριον, -ου ουδέτερο

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 927, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

  Πηγές επεξεργασία